Charles Baudelaire – Ἡ Φωνή

0
250

Ἡ κούνια μου ἀκουμποῦσε στὴ βιβλιοθήκη … ὅπου μυθιστόρημα, ἐπιστήμη, μυθολογία, τὰ πάντα, ἡ λατινικὴ τέφρα καὶ ἡ ἑλληνικὴ σκόνη, ἀνακατευόσαντε. Δὲν ἤμουν μεγαλύτερος ἀπὸ ἕνα βιβλίο.

Δυὸ φωνὲς μοῦ μιλοῦσαν. Ἡ πρώτη, ὕπουλη καὶ σταθερή, ἔλεγε: «Ἡ Γῆ εἶναι ἕνα γλύκισμα ὡραῖο· μπορῶ (καὶ ἡ εὐχαρίστησή σου θἄναι τότε χωρὶς τέλος!) νὰ σοῦ δόσω μιὰν ὄρεξη παρόμοια μεγάλη.» Καὶ ἡ δεύτερη: «Ἔλα! ὤ, ἔλα στὸ ταξείδι τῶν ὀνείρων, πέρα ἀπὸ τὸ δυνατό, πέρα ἀπὸ τὸ γνωρισμένο!»

Καὶ ἡ φωνὴ αὐτὴ ἐτραγουδοῦσε ὅπως ὁ ἄνεμος στὶς ἀκρογιαλιές, φάντασμα ποὺ κλαυθμυρίζει καὶ κανεὶς δὲν ξέρει ποῦθε ἦρθε, ποὺ χαϊδεύει τὸ αὐτὶ κι ὅμως τὸ τρομάζει. Σοῦ ἀπάντησα: «Ναί! γλυκειὰ φωνή!»

Ἀπὸ τότε κρατάει αὐτὸ ποὺ μπορεῖ, ἀλλοίμονο! νὰ εἰπωθῇ πληγή μου καὶ πεπρωμένο μου. Πίσω ἀπὸ τὶς σκηνοθεσίες τῆς ἀπεράντου ὑπάρξεως, στὸ μελανότερο τῆς ἀβύσσου, βλέπω καθαρὰ κόσμους παράξενους, καί, θῦμα ἐκστατικὸ τῆς ὀξυδέρκειάς μου, σέρνω φείδια ποὺ μοῦ δαγκάνουν τὰ πόδια.

Κι ἀπὸ ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ἀγαπῶ τόσο τρυφερά, καθὼς οἱ προφῆτες, τὴν ἔρημο καὶ τὴ θάλασσα, γελῶ στὰ πένθη καὶ κλαίω στὶς γιορτές, βρίσκω μιὰ γεύση γλυκειὰ στὸ πιὸ πικρὸ κρασί, νομίζω πολλὲς φορὲς γιὰ ψέματα τὶς ἀλήθειες, καί, μὲ τὰ μάτια στὸν οὐρανό, πέφτω σὲ γκρεμούς.

Ἀλλὰ ἡ Φωνὴ μὲ παρηγορεῖ καὶ λέει: «Κράτησε τὰ ὄνειρά σου· οἱ συνετοὶ δὲν ἔχουν ἔτσι ὡραῖα σὰν τοὺς τρελούς!»

 

Μετάφραση: Κώστας Καρυωτάκης

Φωτογραφία: Étienne Carjat

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News