Charles Bukowski – Ποίημα Για διευθυντές προσωπικού

0
53

Ένας γέρος μου ζήτησε τσιγάρο
κι εγώ προσεκτικά έβγαλα δύο.
«Ψάχνω για δουλειά. Θα σταθώ
στον ήλιο και θα καπνίζω.»

Ήταν σχεδόν κουρελής και τρελαμένος
και στηριζότανε στο θάνατο.
Ήτανε μια παγωμένη μέρα, πράγματι, τα φορτηγά
φορτωμένα και βαριά σαν γερασμένες πόρνες
βροντούσαν και μπερδεύονταν στους δρόμους…

Πέφτουμε σαν μαδέρια από ένα πάτωμα που σαπίζει
καθώς ο κόσμος πασχίζει να φέρει στο φως το κόκαλο
που ζυγιάζει τον εγκέφαλό του.
(ο Θεός είναι ένα μοναχικό μέρος χωρίς μπριζόλα.)

Είμαστε πουλιά που πεθαίνουν
είμαστε πλοία που βουλιάζουν ─
ο κόσμος τραντάζεται εναντίον μας
κι εμείς
πετάμε έξω τα χέρια μας
κι εμείς
πετάμε έξω τα πόδια μας
σαν το φιλί θανάτου της σαρανταποδαρούσας:
μα αυτοί αβρά σπάνε τις ράχες μας
και αποκαλούν το δηλητήριό μας «πολιτική.»

Λοιπόν, καπνίζαμε, αυτός κι εγώ ─ μικροί άνθρωποι
ροκανίζοντας σκέψεις ψαροκέφαλα…

Όλα τα άλογα δεν μπαίνουν μέσα,
και καθώς παρακολουθείς τα φώτα των φυλακών
και των νοσοκομείων να αναβοσβήνουν,
και άνθρωποι χειρίζονται τις σημαίες τόσο προσεκτικά σαν μωρά,
θυμήσου αυτό:

είσαι ένα σθεναρό όργανο από
καρδιά και κοιλιά, προσεκτικά σχεδιασμένο─
έτσι αν πάρεις αεροπλάνο για τη Σαβάνα,
πάρε το καλύτερο αεροπλάνο˙
ή αν φας κοτόπουλο πάνω σ’ ένα βράχο,
κάν’ το ένα πολύ ξεχωριστό ζώο.
(Εσύ το λες πουλί˙ εγώ λέω τα πουλιά
λουλούδια.)

Και αν αποφασίσεις να σκοτώσεις κάποιον,
σκότωσε τον οποιονδήποτε και όχι κάποιον:
κάποιοι είναι φτιαγμένοι από πιο ξεχωριστά, πολύτιμα
κομμάτια: μη σκοτώσεις
αν έχεις πρόθεση
έναν πρόεδρο ή ένα Βασιλιά
ή κάποιον
πίσω από ’να γραφείο ─
αυτοί έχουν ουράνια ύψη
φωτισμένες συμπεριφορές.

Αν αποφασίσεις,
πάρε εμάς
που στεκόμαστε και καπνίζουμε και στραβοκοιτάζουμε˙
είμαστε σκουριασμένοι από θλίψη και
αρρωστημένοι
από το να σκαρφαλώνουμε σπασμένες σκάλες.

Πάρε εμάς:
ποτέ δεν ήμασταν παιδιά
σαν τα παιδιά σου.
Δεν καταλαβαίνουμε τα ερωτικά τραγούδια
σαν την ερωμένη σου.

Τα πρόσωπά μας είναι σπασμένο λινόλαιο,
σπασμένα από τα βαριά, σίγουρα
βήματα των αφεντικών μας.

Βαλλόμαστε με κοκκινομάλλες
και σπόρους παπαρούνας και στομφώδη γραμματική˙
σπαταλάμε μέρες σαν τρελά μαυροπούλια
και προσευχόμαστε γι’ αλκοολικές νύχτες.
Τα άρρωστα απ’ το μετάξι ανθρώπινα χαμόγελά μας τυλίγονται γύρω
μας σαν κάποιου άλλου το χαρτοπόλεμο:
δεν ανήκουμε καν στο Κόμμα.

Είμαστε μια σκηνή σχεδιασμένη με κιμωλία από το
άρρωστο λευκό πινέλο της Εποχής.

Καπνίζουμε, κοιμισμένοι σαν ένα πιάτο με σύκα.
Καπνίζουμε, νεκροί σαν ομίχλη.

Πάρε εμάς.
Ένας φόνος στην μπανιέρα
ή κάτι γρήγορο και χτυπητό˙ τα ονόματά μας
στις εφημερίδες.

Γνωστοί, επιτέλους, για μια στιγμή
σε εκατομμύρια απερίσκεπτα και άχρωμα μάτια
που κρατούν τους εαυτούς τους κρυφούς
ως μονάχα τρεμόπαιγμα και καυστικό σχόλιο
στους κακούς χωριάτικους χλευασμούς
των ματαιόδοξων, παραχαϊδεμένων σωστών κωμικών τους.

Γνωστοί, επιτέλους, για μια στιγμή,
όπως αυτοί θα είναι γνωστοί
και όπως εσύ θα είσαι γνωστός
από έναν γκρίζο άνδρα πάνω σ’ ένα γκρίζο άλογο
που κάθεται και χαϊδεύει ένα σπαθί
μεγαλύτερο απ’ τη νύχτα
μεγαλύτερο απ’ του βουνού την οδυνηρή ραχοκοκαλιά
μεγαλύτερο απ’ όλες τις κραυγές
που έχουν εκτοξευτεί σαν βόμβες από λαιμούς
και εκραγεί σε μια καινούργια, λιγότερο σχεδιασμένη
γη.

Καπνίζουμε και τα σύννεφα δε μας παρατηρούν.
Μια γάτα περνάει και τρίζουν τα κόκαλα του Σαίξπηρ.
Λίπος, λίπος, λαμπάδα σαν κερί: οι σπονδυλικές μας στήλες
είναι χαλαρές και η συνείδησή μας καίγεται
άδολα
το εναπομένον φιτίλι της ζωής έχει
μοιραστεί σ’ εμάς.

Ένας γέρος μου ζήτησε τσιγάρο
και μου είπε τα προβλήματά του
και αυτό
είναι ό,τι είπε:
πως η Εποχή ήταν ένα έγκλημα
και πως το Έλεος μάζευε τους βώλους
και το Μίσος μάζευε τα
μετρητά.

Ίσως να ήταν ο πατέρας σου
ή ο δικός μου.

Ίσως να ήταν σεξομανής
ή άγιος.

Μα ό,τι κι αν ήταν,
ήταν καταδικασμένος
και στεκόμασταν στον ήλιο και
καπνίζαμε
και κοιτούσαμε τριγύρω
στον ελεύθερο χρόνο μας
για να δούμε ποιος ήταν ο επόμενος στη
γραμμή.

 

Μετάφραση: Χρίστος Αγγελακόπουλος

Φωτογραφία: Ulf Andersen

Άμα γουστάρεις, ακολούθησε το Περιθώριο στο Google News